Έτσι

Nτυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη.
Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί.
Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι
το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα ληστή.

Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που ‘θελες να παίξεις.
Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή.
Συνωστισμοί που προσδοκούν τ’ άλικο φως να φέξεις,
προσμένουν για τ’ αγγελικό δίχως πτυχές κορμί.

Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου.
Ήρθ’ ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά.
Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου.
Που σ’ ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά.

Πλήθη τ’ αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη.
Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί.
Τ’ αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη.
Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή.


Ποίηση
Ηλεκτρονικό βιβλίο
http://joom.ag/gr5b#.U-IXne0Irlg


©Γιώργος Μανέτας


Έτσι, όπως θάμπωσε η σελήνη,
με κείνο, το χλωμό – κίτρινο φως…
Να ’ταν ο πόθος μου κρυφός,
μόνο για κείνη…?

Έτσι, όπως γνώρισα τ’ αστέρια,
και το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού…
Να ‘ταν η ομίχλη του πρωινού,
η τόσο αιθέρια…?

Έτσι, όπως γνώρισα την πλάση - 
και αυτή μου η πίκρα να γραφτεί…
Να ‘ταν η κτήση να χαλάσει,
χωρίς αυτή…?

Έτσι, όπως μίλησα στο γλάρο,
κι απάντησε με μια κραυγή:
Να ‘ταν, μαζί μου να σε πάρω,
χωρίς αυτή…?

Έτσι, όπως στάλαζε η βροχούλα,
και σκέψεις έρχονταν στο νου… 
Nα ‘ταν η ανάποδη βαρκούλα,
κάποιου αλλουνού…?

Κι έτσι, όπως θάμπωνε η σελήνη,
με κείνο, το χλωμό – κίτρινο φως…
Έγιν’ η Θάλασσα καημός…
Έτσ’ είναι κείνη…!


© Γιώργος Μανέτας