Όταν τα χρόνια γείρουνε στις πλάτες μου βαριά,
από το μόλο κι ύστερα, θε να κοιτάω τα πλοία
ώστε, παλιές μου θύμισες που θα 'ρχονται στο νου,
θα νοσταλγώ κι αδιάκοπα, θα γράφω σε βιβλία.
Θα 'χω, να λέω για θάλασσες και γι' άγνωστες ακτές
και για νησιά που μου 'τυχαν στην ομιχλώδη αιθάλη,
ώστε, στους χάρτες να 'χουνε σαν στίγμα οι ναυτικοί,
για να μπορούν τη θέση τους να ξαναβρίσκουν πάλι.
Θα 'χω, να λέω για τα παλιά ξυλάρμενα σκαριά
και πώς, τις νύχτες ζώνανε τ' αλλόκοσμα απ' τα βύθια,
ώστε, ιστορίες οι ξέμπαρκοι που λένε, ναυτικοί,
να διηγούνται ευφάνταστα, καθώς στα παραμύθια.
Θα 'χω, να λέω πώς του βυθού το διάφεγγο το φως
και πώς, τρεμόσβηναν μετά σα καντηλέρια τ' άστρα,
ώστε, γι' αυτούς που χάθηκαν στ' απύθμενα νερά,
πάνω στο υγρό του τάφου τους, ν' αφήνουνε μια γλάστρα.
Θα 'χω, να λέω γι' αρματωσιές σε δάση καταρτιών
και για ναυάγια που 'χω δει στην πάλλευκή της κόμη,
ώστε, αυτοί που θα 'ρχονται τα χάη της για να δουν,
να 'χουν να λεν, στην άβυσσο πως βρέθηκαν• κι ακόμη
τι για ρεστίες και γι' άμπωτες! τι γι' αληγείς, ανέμους!
Θα 'χω, να λέω πώς κράζανε στο κύμα τα θεριά,
ώστε, αυτά που αντίκρισα στου κύματος τη ράχη,
να τα μπορούν και οι άπλευστοι, να ζουν απ' τη στεριά.
Κι όπως… θα λέω για θύμησες με στοχασμό περισσό,
γράφοντας για της θάλασσας κάθ' άσχημο κι ωραίο,
από το μόλο κι ύστερα, τα πλοία ως θα κινούν,
θα τα κοιτώ περίλυπος και με λυγμούς θα κλαίω.
Aτλαντικός 5/1982
©Γιώργος Μανέτας