Ντυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη.
Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί.
Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι
το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα - ληστή.
Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις.
Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή.
Συνωστισμοί που προσδοκούν τ' άλικο φως να φέξεις
προσμένουν, για τ' αγγελικό δίχως πτυχές κορμί.
Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου.
Ήρθ' ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά.
Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου.
Που σ' ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά.
Πλήθη τ' αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη.
Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί.
Τ' αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη.
Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή.
©Γιώργος Μανέτας
Ένοχές
Νύσταξες. Τ' αποτσίγαρο στο χέρι σου. Η ώρα, τρεις.
Απομεινάρια οι ενοχές πλάι στων χειλιών την άκρια.
Λευκές οι αισθήσεις. Ψίθυροι σιωπής, μιας προσευχής
ξόρκιζαν και μυρώνανε κάθε στοιχειό απ' τα δάκρυα.
Λούζεσαι. Ανθός και νίβεσαι σ' ένα ξυράφι φως.
Κρεμάστηκε από των χειλιών το φίλημα η ευχή σου.
Χώρεσε ο χρόνος μια ρωγμή και μου 'γινες σοφός.
Βαρέθηκα τους στοχασμούς και την παράκρουσή σου.
Ξάγρυπνος είμαι. Φίλα με. Προβάρω τ' απεχθές.
Η φλέβα ράγισε από χθες χολή κι άλλη δεν έχω.
Ζεις μες σε κέλυφος σκορπιού που κατοικούσα χθες.
Ξέρω σημάδι. Ρίξε μου, κι εγώ θα σε προσέχω.
Χίλια στιλέτα το κορμί. Θα σε ντυθώ ξανά.
Εγώ. Που εσένα σκέπασα την άδεια μου τη σφαίρα.
Ξημέρωσε. Ας πληρωθώ. Τα όνειρα ακριβά…
Θέλω, στη μέθη της αυγής. Έλα, μιαν άλλη μέρα…