Αντιγνωμία



- Πάει καιρός, που ανάλαφρα την ταξιδεύω.
Για την ανεύρετη ομορφιά για τ' αφρισμένα χείλη.
Για τ' όνειρο, της λευτεριάς του μακρινού πελάγου.
Για τις χαρές, που μου 'δωσε, κι αυτή με τη σιωπή της…

Το κεντημένο αγάπησα, στον ήλιο της φουστάνι.
Τα θάμνα, τ' αφροστόλιστα και λυγερά μαλλιά της:
Καθώς διαβαίναν τα πουλιά κι ακούρμαζαν οι γλάροι,
το φτέρωμά τους χάιδευε με το γαλάζιο χέρι.

- Αναζητώντας, μέσα μου την τρυφερή φωνή της,
 
το θέλησα, ταξιδευτή, να βυθιστώ μαζί της.
Με τη σφοδρή ανατάραξε παλάμη, την ψυχή μου.
Με θέλησε στα κύματα, σα να 'τανε η καλή μου.

Με μέθυσε, κάποιαν αυγή με το χαμόγελό της,
με το κρασί του αλμόλοιπου, με λαχταράει δικό της
και με γλεντάει στ' ακρόβραχο, εκεί που σπάει το κύμα,
εκεί μου φτιάχνει γλυκερό το τελευταίο μου σχήμα.