Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό;
Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, - που ’χα ’γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω· τώρα μοιάζει νεκρικό.
Θέλω λίγο ν’ αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ’ άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.
Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ’ αγγίξει το σκοτάδι
και σ’ αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ’ αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό;
Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, - που ’χα ’γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω· τώρα μοιάζει νεκρικό.
Θέλω λίγο ν’ αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ’ άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.
Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ’ αγγίξει το σκοτάδι
και σ’ αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ’ αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.
© Γιώργος Μανέτας