Nαυσίν άριστοι

Σε όσους η μοίρα
στάθηκε έρημος


Είναι ανάγκη, να διέρχομαι συνέχεια των Κυκλάδων
ως να πλησιάσω των ματιών τους το βυθό.
Τα σχήματα των μυστικών τους λέξεων ν’ ανασύρω
και να τους αποδώσω, με λόγο αρμυρογέννητο.
………………………………

Ποια νυχτωμένη της είσοδο, δεν ακράγγιξαν
και ποιάν αφετηρία της…
Μη δεν αλμάτισαν, στη συμμετρία της μέσα;
Μη δεν σκόρπισαν, πλαγκτόν πολύφωτο,
μ’ απροσδιόριστο σχήμα;

Άσκησή μου η σιωπή, στη μοναξιά του ωροδείχτη.
Αναψυχή μου η θάλασσα, στην άμμο της κλεψύδρας.

Η θάλασσα, δεν ακολούθησε τα αισθήματά τους…
Έγειρε σάβανο, τη νύχτα
και κακοσόρισε την τύχη τους, κρυφογελώντας.
Τους έσυρε, στην υγρή κάθοδο της αβύσσου
και βύθισε, των ματιών τους τα έλκηθρα,
σ’ ένδυμα φωτός.