Nτυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη.
Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί.
Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι
το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα ληστή.
Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις.
Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή.
Συνωστισμοί που προσδοκούν τ' άλικο φως να φέξεις,
προσμένουν για τ' αγγελικό δίχως πτυχές κορμί.
Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου.
Ήρθ' ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά.
Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου.
Που σ' ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά.
Πλήθη τ’ αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη.
Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί.
Τ' αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη.
Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή.
Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις.
Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή.
Συνωστισμοί που προσδοκούν τ' άλικο φως να φέξεις,
προσμένουν για τ' αγγελικό δίχως πτυχές κορμί.
Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου.
Ήρθ' ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά.
Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου.
Που σ' ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά.
Πλήθη τ’ αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη.
Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί.
Τ' αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη.
Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή.
Ποίηση
Ηλεκτρονικό βιβλίο
http://joom.ag/
©Γιώργος Μανέτας